- κυνόδων
- κυνόδων, -οντος, ὁ (Α)ο κυνόδοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αργιόδους — ἀργιόδους κ. ἀργιόδων ( οντος), ο, η (Α) αυτός που έχει λευκά, αστραφτερά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. αργιόδους < αργι * + οδους < οδούς ( όντος) (πρβλ. αραιόδους, μεγαλόδους κ.ά.) και αργιόδων < αργι * + οδων < οδών, ( όντος) (πρβλ. καρχαρόδων … Dictionary of Greek
κνώδων — κνώδων, οντος, ὁ (Α) 1. (κυρίως στον πληθ.) οί κνώδοντες καθεμιά από τις δύο οδοντοειδείς προεξοχές τής αιχμής τού δόρατος («τὰ δὲ προβόλια, πρῶτον μὲν λόγχας ἔχοντα, κατά δὲ μέσον τὸν καυλὸν κνώδοντας», Ξεν.) 2. το ξίφος («πῶς σ ἀποσπάσω πικροῦ… … Dictionary of Greek
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
κυνόδους — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynodon < κυνόδων «κυνόδους»] … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek